Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Ο Αχιλλέας και το πένθος

Ήρθε το πένθος και χάραξε
τη μαύρη μου καρδιά για σένα
Πάτροκλε, για πάντα.
Και χωρίς την αθωότητα πια
την πρώτη του πολέμου,
όταν μπορούσα ακόμα
τα στρατεύματά μου αν ήθελα
να πάρω και να πάω στη Φθία,
που πολεμούσα ακόμα
για την τιμή και τα λάφυρα...
Τώρα η μοίρα μου
δεμένη με τη δική σου,
κάθε πρωί τον τύμβο σου
θα βλέπω,
δεν θα ξεχνώ
πως θα σε ξαναδώ σύντομα
στον Άδη...

Ποιος θα μπορούσε
τα χέρια του να βάλει μες το θάνατο
και να μη λερωθεί
από το αίμα των άλλων,
την ύβρη να τιμωρεί
και σε ύβρη να μην πέφτει,
την κρίσιμη στιγμή να κρατηθεί
τη δύναμή του απαρνούμενος;
Τι ωφελεί
οι νόμοι είναι σκληροί
της μοίρας των ανθρώπων
κι εγώ
χωρίς παράπονο κανένα ν` ακουστεί,
όπως πολέμησα
κι όπως πάντοτε
σ` ένα πολεμιστή ταιριάζει,
και με τη μοίρα
μέχρι το τέλος θα παλέψω.

1 σχόλιο:

  1. Άν εξαιρέσω τον βιαστικό, διεκπαιρεωτικό τίτλο που έδωσες στο ποίημα, το ίδιο το ποίημά σου, αισθητοποιεί πολύ καθαρά την μετανιωμένη καρδιά του Αχιλλέα, την ωριμότητα που η ζωή τού δίδαξε.
    Πολύ καλό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή